σιγοκουβεντιάζω

σιγοκουβεντιάζω
Ν
κουβεντιάζω, με κάποιον σιγά σιγά, συζητώ ήρεμα, χωρίς υψηλούς τόνους και εξάρσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιγοκουβεντιάζω — σιγοκουβέντιασα, μιλώ σιγανά: Αποτραβήχτηκαν σε μια άκρη και σιγοκουβέντιαζαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”